Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ὄνομα ἔχει

См. также в других словарях:

  • όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… …   Dictionary of Greek

  • φερώνυμος — η, ο / φερώνυμος, ον, ΝΑ αυτός τού οποίου το όνομα έχει ληφθεί από ένα πρόσωπο, πράγμα ή γεγονός αρχ. αυτός που έχει καλή ονομασία. επίρρ... φερωνύμως ΜΑ με φερωνυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + ώνυμος (<… …   Dictionary of Greek

  • Ακονκάγκουα — (Aconcagua). Σβησμένο ηφαίστειο της Νότιας Αμερικής, η ψηλότερη κορυφή (6.959 μ.) της οροσειράς των Άνδεων. Ορθώνεται στην αργεντινή επαρχία Μεντόσα, κοντά στα σύνορα με τη Χιλή, λίγο βορειότερα από τον ποταμό Ρίο ντέλα Κουέβας. Πάνω από τα 5.000 …   Dictionary of Greek

  • Αμάλθεια — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νύμφη, τροφός του Δία, την οποία θεωρούσαν στη Θεσσαλία κόρη του βασιλιά Αιμονίου, στην Κρήτη κόρη του Μελισσέα, άλλοι τη θεωρούσαν κόρη του Ωκεανού και άλλοι πάλι την ταύτιζαν με την κατσίκα που γαλούχησε τον Δία νήπιο σε… …   Dictionary of Greek

  • πουστού — Μία από τις εθνικές γλώσσες του Αφγανιστάν. Xρησιμοποιείται επίσης και στο βορειοδυτικό και δυτικό Πακιστάν. Υπάγεται στην ιρανική ομάδα γλωσσών της Ινδοευρωπαϊκής γλωσσικής οικογένειας. Αποτελείται από δύο ομάδες διαλέκτων, τη νοτιοδυτική, που… …   Dictionary of Greek

  • Γανυμήδης — I Μυθολογικό πρόσωπο. Νέος από την Τροία με εξαιρετική ομορφιά, τον οποίο είχαν απαγάγει οι θεοί και τον έκαναν αθάνατο για να τον χρησιμοποιούν ως οινοχόο. Σύμφωνα με μερικές άλλες παραλλαγές του μύθου, τον Γ. είχε απαγάγει ένας αετός που… …   Dictionary of Greek

  • αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… …   Dictionary of Greek

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • καταστερώ — καταστερῶ, όω (Α) [κατάστερος] 1. καταστερίζω* 2. παθ. καταστεροῡμαι, όομαι α) είμαι γεμάτος αστέρια β) είμαι στολισμένος με αστέρια 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατηστερωμένος, η, ον αυτός τού οποίου το όνομα έχει δοθεί σε αστερισμό …   Dictionary of Greek

  • Παχειά Ράχη — Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 330 μ.), στην πρώην επαρχία Αίγινας του νομού Πειραιώς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αίγινας και βρίσκεται NA και κοντά στην πρωτεύουσα του ομώνυμου νησιού. Tο ίδιο όνομα έχει και η νότια πλαγιά του βουνού της Αίγινας… …   Dictionary of Greek

  • αλάστωρ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κακός και εκδικητικός δαίμονας που προκαλεί τον όλεθρο είτε ο ίδιος είτε κάνοντας όργανά του τους ανθρώπους. Στην τελευταία περίπτωση, α. ονομάζεται ο ίδιος ο άνθρωπος που διέπραξε τη μιαρή ή εκδικητική πράξη, όπως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»